- προσαντλώ
- -έω, Α1. αντλώ ακόμη πιο πολύ νερό και τό χύνω πάνω σε κάποιον, λούζω κάποιον2. θερμαίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντλώ — (Α ἀντλῶ, έω) νεοελλ. παίρνω κάποιο υγρό με αντλία αρχ. 1. βγάζω το νερό από το εσωτερικό του πλοίου 2. παίρνω νερό από κάπου 3. παροιμ. «ἠθμῷ ἀντλεῑν» το να ματαιοπονεί κάποιος 4. μτφ. α) καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, μετέρχομαι κάθε τρόπο ή … Dictionary of Greek
προσάντλημα — ήματος, τὸ, Α [προσαντλῶ] καταιόνιση, ντους … Dictionary of Greek
προσάντλησις — ήσεως, ἡ, Α [προσαντλῶ] προσάντλημα* … Dictionary of Greek